- νεανίσκος
- ο, θηλ. νεανίσκη (Α νεανίσκος και ιων. τ. νεηνίσκος)νεαρός ως προς την ηλικία, αυτός που μόλις έχει υπερβεί την παιδική ηλικία, έφηβος (α. «αναρίθμητοι γυμνοί, κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, / βρέφη ακόμη εις το βυζί», Σολωμ.β. «ἐν τε παισὶ καὶ νεανίσκοις καὶ ἐν ἀνδράσι», Πλάτ.)αρχ.1. υπηρέτης, δούλος2. ως επίθ. νεανικός, ορμητικός, δραστήριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεαν-ίας + υποκορ. κατάλ. -ίσκος].
Dictionary of Greek. 2013.